- μερίκευση
- [-ις (-εως)] η переход от общего к частному; отнесение к частному
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μερίκευση — η ο περιορισμός τής εξέτασης ενός γενικού ζητήματος σε μερικά μόνο σημεία του, η εξέταση ενός θέματος από μερικότερες απόψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερικεύω. Η λ., στον λόγιο τ. μερίκευσις, μαρτυρείται από το 1805 στον Βεν. Λέσβιο] … Dictionary of Greek
μερίκευση — η το να εξειδικεύει κανείς ένα θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειδίκευση — η 1. ο περιορισμός σε μια περίπτωση ή εφαρμογή, η μερίκευση: Ειδίκευση της έρευνας. 2. απασχόληση ή επίδοση σε ειδικό κλάδο επιστήμης ή τέχνης, η απόκτηση ειδικών γνώσεων: Πήγε στην Ευρώπη για ειδίκευση στην αιματολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξατομίκευση — η 1. η μερίκευση, η ειδίκευση. 2. (νομ.), φρ., «εξατομίκευση ποινής», η επιβολή ποινής ανάλογα με το άτομο και όχι ανάλογα με το έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)